Η νουβέλα αυτή, δε γράφτηκε για να αριθμήσει απώλειες, κατά τη γνώμη μου. Γράφτηκε για να αναμετρήσει την ιστορία και τη μνήμη, την καταστροφή και την καλοσύνη. Αναπόφευκτα, όμως, όταν μια ιστορία πραγματεύεται τις ζωές των ανθρώπων στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο – έστω στη λήξη του, η απώλεια βρίσκεται παντού. Γράφει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου:
Μέσα από τις ημερολογιακές σημειώσεις ενός Κύπριου δημοσιογράφου ξεδιπλώνεται η ιστορία των βρετανικών στρατοπέδων της Αμμοχώστου – των “camps”, που οι Κύπριοι τα είπαν “Κάμπους”· εκεί όπου, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και λίγο πριν από την ίδρυση του Ισραήλ, κρατήθηκαν Εβραίοι πρόσφυγες. Ακούγοντας τις μαρτυρίες των προσφύγων, ο δημοσιογράφος ανασυνθέτει την παροντική τους κατάσταση και τις προσδοκίες τους για το μέλλον, όλα με φόντο το πιο ακραίο κακό που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Τα απόκοσμα όνειρα που ταράζουν τις νύχτες του ήρωα ξετυλίγουν τη “Φούγκα του θανάτου”, το πιο γνωστό ίσως ποίημα για το Ολοκαύτωμα, του Πάουλ Τσέλαν, που, σ’ ένα συμβολικό κράμα παραίσθησης και πραγματικότητας, μέσα απ’ τα μάτια του δημοσιογράφου γίνεται μια φιγούρα που περιφέρεται στο στρατόπεδο.
Η ημερολογιακή αφήγηση διακόπτεται από τρεις παράλληλες ιστορίες, τοποθετημένες στον ίδιο χώρο και χρόνο, σε γλώσσα που συχνά ταλαντεύεται μεταξύ της ελληνικής και της κυπριακής παραλλαγής της. Μια αγρότισσα κρύβει στο σπίτι της έναν Γερμανό αιχμάλωτο που δραπέτευσε. Μέσα από την ανάμνηση ενός σεφαραδίτικου τραγουδιού, μια Εβραία της Θεσσαλονίκης μνημονεύει την πόλη και τους νεκρούς της. Ένας νεαρός οδηγός, Μεγάλη Παρασκευή, βγάζει κρυφά μερικά παιδιά από το στρατόπεδο.
Το βιβλίο πραγματεύεται σε πρώτο επίπεδο το Ολοκαύτωμα και τις συνθήκες ζωής στα στρατόπεδα κράτησης. Σε παράλληλη ωστόσο πορεία λανθάνουν κι άλλα: Η ένταση των Κυπρίων που σιγοβράζει κάτω από τον αποικιοκρατικό ζυγό κι ο κατοπινός ξεριζωμός από την ίδια την πόλη της Αμμοχώστου. Η εναλλαγή ρόλων -γηγενείς και πρόσφυγες, ριζωμένοι και εκδιωγμένοι, διώκτες και διωκόμενοι- μέσα στην αέναη περιστροφή της ιστορικής συγκυρίας. Η απώλεια του τόπου και του ανήκειν κι η αδυναμία της γλώσσας να την περιγράφει. Η ανθρωπιά ως τελευταίο ανάχωμα μπροστά στον φόβο, την τυφλότητα και το μίσος.
Ποια η σχέση ιστορίας και μνήμης, ποιες οι δυνάμεις της καταστροφής και ποιες οι δυνάμεις της καλοσύνης: Αυτά είναι τα ερωτήματα που συνοψίζονται στο μεγάλο ερώτημα του βιβλίου: “Τι είναι ένας κάμπος”.
Για τον πόλεμο δε θέλω να μιλώ. Είναι μια απώλεια ανόητη – απώλεια του νου, της ομορφιάς, της ζωής. Μα είναι και πέρα από αυτό. Είναι απώλεια της ελπίδας, του ονείρου, της παιδικότητας, της ανθρώπινης επαφής. Πιο επίκαιρα από ποτέ, με γλώσσα γλαφυρή, η Κύπρια πεζογράφος Νάσια Διονυσίου μας μεταφέρει εκεί που ο άλλος ορίζεται εχθρός κι η ανθρωπιά παλεύει με την πραγματικότητα, εκεί που το λεύτερο παιχνίδι των παιδιών γίνεται μόνο στα κρυφά – όμως γίνεται!, κι εκεί που μνημονεύεται μια πόλη που χάνεται και οι νεκροί… πολλοί νεκροί. Εκεί που (δεν) τελειώνει ο πόλεμος, εκεί που μετριούνται οι απώλειες, εκεί που οι πληγές μένουν ανοικτές χρόνια μετά. Πληγές και θρήνος του ανθρώπου για τον άνθρωπο, για το α-νόητο του πολέμου.
Σήμερα βομβαρδίζουν την Οδησσό… Τι κι αν είναι Σάββατο της Ανάστασης! «Ο ΘΑΝΑΤΟΣ μας πλησιάζει, αλλά δεν τον φοβόμαστε πια», μου ’γραψε μια φίλη που βρίσκεται εκεί σήμερα, τώρα και δε βρήκα λέξεις να γράψω μια απάντηση… Γιατί να πρέπει ν’ ανταλλάζουμε τούτα τα λόγια τούτη τη μέρα; Και όποια μέρα! Γιατί;
…
Όμορφη η αφήγηση της Νάσια, γλαφυρή, σε συγκινεί και σε συνεπαίρνει. Μα το ερώτημα μένει ξεκάθαρα αναπάντητο: Γιατί δε μάθαμε οι άνθρωποι;
Χαρακτηριστικά
1η έκδοση: 2021
Νάσια Διονυσίου και εκδόσεις ΠΟΛΙΣ
ISBN 978-960-435-776-5