Ξέρεις κάποιο βιβλίο να μιλά για τον θάνατο αδελφού; με ρώταγαν πριν λίγα χρόνια κι απαντούσα αρνητικά. Ώσπου έφτασε στα χέρια μου το βιβλίο της συναδέλφου εκπαιδευτικού με τίτλο «Πού πήγε το γέλιο σου Ορσαλία;». Διάβασα στο οπισθόφυλλο του βιβλίου:
«Ο Σόλωνας, στην τρυφερή ηλικία των δέκα ετών, έρχεται αντιμέτωπος με ένα από τα δυσκολότερα γεγονότα στη ζωή ενός ανθρώπου. Την απώλεια. Η αγαπημένη του αδελφή Ορσαλία δεν είναι πια μαζί του. Ο θάνατός της κλονίζει τις ισορροπίες και ταράζει τις σχέσεις μέσα στην οικογένεια.
Ο καθένας βρίσκει τον τρόπο του να το αντιμετωπίσει: η μαμά κλείνεται στον εαυτό της, ο μπαμπάς μαγειρεύει συνεχώς και ο Σόλωνας αναζητεί παρηγοριά στην καλή του φίλη Λυδία και στην Αλεξία, την παιδοψυχολόγο που τον παρακολουθεί.
Οι μήνες διαδέχονται ο ένας τον άλλο και ο καιρός περνά. Θα μπορέσουν αυτοί οι τρεις άνθρωποι να το ξεπεράσουν και να βρουν τη δύναμη να συνεχίσουν; Ή μήπως κάποιες πληγές δεν είναι δυνατό να κλείσουν ποτέ;»
Διάβαζα το βιβλίο και σκεφτόμουνα πως είτε σ’ αυτό κρύβεται μια προσωπική εμπειρία είτε η συγγραφέας ήταν πολύ καλά διαβασμένη! Τείνω προς την πρώτη εκδοχή. Τα θέματα που θίγονται πραγματεύονται κατεθείαν την ουσία της εμπειρίας μιας τέτοιας απώλειας. Της απώλειας παιδιού σε μια οικογένεια. Το βίωμα μιας μητέρας, ενός πατέρα και ενός αδελφού παρουσιάζεται μέσα από τα μάτια του παιδιού, που βιώνει μαζί με την απώλεια της αδελφής του και την «απώλεια» της μαμάς του έτσι όπως την ήξερε. Καμιά διάθεση για ωραιοποίηση, καμιά προσπάθεια να εκβιαστεί η απάντηση στο αν ξεπερνιέται το πένθος ή αν κλείνουν οι πληγές. Μια αφήγηση στο τώρα. Στο κάθε τώρα της κάθε μέρας.
Πολλά τα θέματα που θίγονται σε κάθε μικρό του κεφάλαιο και το συνταίριασμα όλων αυτών παρουσιάζει σε μεγάλο βαθμό, τολμώ να πω, την πολυπλοκότητα του να χάνεις την αδελφή σου. Ξεχωρίζω, κυρίως ως εκπαιδευτικός, το κεφάλαιο με τον τίτλο «Κοράκια στο μυαλό», που καταπιάνεται με τον ρόλο των συνομηλίκων στο πένθος, την οποία συχνά οι ενήλικες εμποδίζουμε με τη στάση μας παραγκωνίζοντας την αξία της. Σ’ αυτό το κεφάλαιο, ο δάσκαλος της τάξης ζητά από τα παιδιά να γράψουν για «κάτι που έκαναν για να απαλύνουν τον πόνο των γύρω τους» κι ένας συμμαθητής του Σόλωνα, ο Βασίλης, διαβάζει, ανάμεσα σε άλλα: «…Πέρσι ένας συμμαθητής μου, που δε θα πω τ’ όνομά του γιατί μπορεί να μη θέλει, γι’ αυτό θα τον κρατήσω ανώνυμο, έπαθε κάτι σοβαρό. Όχι αυτός, η αδελφή του. Έτσι ο ανώνυμος συμμαθητής μου έμεινε ορφανός. Γι’ αυτό κι εγώ πάντα ζητούσα από τη μαμά μου να μου βάζει δύο σοκολάτες στην τσάντα και του έδινα τη μία για να απαλύνω τον πόνο του. Τέλος.» Κι έπειτα από αυτό και μια κουβέντα στην τάξη ανάμεσα στα παιδιά, ο δάσκαλος παίρνει τον λόγο και συστήνει στον Βασίλη να «είναι πιο προσεκτικός» με αυτά που γράφει. Γιατί κάτι τέτοια μας κάνει να λέμε η αμηχανία μας όταν «πέσει» το θέμα στη συζήτηση. Όταν κάποιος μας δείξει για μια στιγμή τον ελέφαντα που καθόταν μέρες τώρα στην τάξη μας, τον αποπαίρνουμε που το έκανε εθελοτυφλώντας.
Ένα παιδί που βιώνει μια τέτοια απώλεια μπορεί να δει, κατά τη γνώμη μου, πολλές στιγμές της νέας του πραγματικότητας να περιγράφονται στο βιβλίο. Ένα παιδί που βιώνει αυτή την απώλεια στο ευρύτερο οικογενειακό και φιλικό του περιβάλλον, μπορεί να ταυτίσει πρόσωπα και καταστάσεις κατανοώντας, ίσως, καλύτερα τις συμπεριφορές που συχνά φέρνει μαζί της μια τέτοια αλλαγή. Κι ένας ενήλικας μπορεί να δει πώς το παιδί εισπράττει όλη αυτή τη νέα συνθήκη. Και; Δίνει λύση το βιβλίο αυτό; Μας λέει τι να κάνουμε και πώς; Ευτυχώς όχι! Απλώς καθρεφτίζει την εικόνα της απώλειας, την οποία, όταν γινόμαστε μέρος της, μπορεί και να μην βλέπουμε. Και δίνει χρόνο. Πολύ χρόνο. Όσο ο καθείς θα χρειαστεί για να νοηματοδοτήσει την εμπειρία του και να συνεχίσει να ζει με αυτήν χωρίς να τον κατακλύζει.
Χαρακτηριστικά
Συγγραφή: Άντρη Αντωνίου
Εκδόσεις «Πατάκη» (2017)
ISBN 978-960-16-7387-5
Προτεινόμενες ηλικίες: 9-12